- ηρυγον
- ἤρυγονἤρῠγονaor. 2 к ἐρεύγομαι См. ερευγομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἤρυγον — ἐρεύγομαι belch out aor ind act 3rd pl ἐρεύγομαι belch out aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek